παραδύμεναι

παραδύμεναι
παραδύομαι
creep
aor part mid fem nom/voc pl
παραδύ̱μεναι , παραδύομαι
creep
aor inf act (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραδύομαι — Α 1. διέρχομαι από κάπου κρυφά, διεισδύω («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι κρυφά, τρυπώνω («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”